μῆκος

μῆκος
μῆκος
Grammatical information: n.
Meaning: `length' (Od.).
Dialectal forms: Dor. μᾶκος (Archyt.)
Compounds: Often as 2. member, e.g. περι-μήκης, Dor. -μάκης `very long, very high' (Il), with expressive enlargement περιμήκ-ετος `id.' (Hom., Arat.), after πάχετος, ἀριδείκετος, ἀμαιμάκετος a. o. (Schwyzer 501, Seiler Steigerungsformen 75).
Derivatives: Beside μῆκος the sup. μήκιστος, Dor. μάκιστος `longest, highest, greatest' (Il.) with Μηκιστεύς PN (Il.; Boßhardt 93 f.) beside the comp. μάσσων, μᾶσσον (θ 203 etc.; after ἆσσον); to μακρός (s.v.) after ἐλάσσων, πάσσων, θάσσων; besides the secondary μακρό- τατος, -τερος. -- Old denominative μηκύνω, Dor. μακύνω, rarely w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐπι-, `lengten, stretch out' (Pi., IA.) with the rare a. late prosodic terms μήκ-υνσις (Sch.), -υσμός (Eust.) `lengthening', -υντικός `which can be lengthened' (A. D.). Further derivations, also rare a. late: μηκεδανός `long' (AP, Nonn.), for μακεδνός after ἠπεδανός a. o. (Risch $38, Specht Ursprung 199); μηκ-ικός `regarding the length' (Procl.), -όθεν `from afar' (Aesop., Paul. Aeg.), -ότης f. `length' (Gal.).
Origin: IE [Indo-European] [699] *meh₂ḱ-os, mh₂ḱros `long, length'.
Etymology: Over against μῆκος stands with short vowel Av. masah- n. `length, greatness'; thus against μήκιστος Av. masišta-, OP maθišta- (like comp. masyå, pos. mas-). Also elsewhere we find short vowels, not only in inherited and with the s-stem alternating r-stem μακρός (s. v.), but also in Lat. maciēs `leanness', maceō `be lean' and in Hitt. mak-l-ant- `lean'. As full grade formation, however, μῆκος agrees with the great majority of old s-stems (s. e.g. Schwyzer 511 f.). -- WP. 2, 223- Pok. 699- W.-Hofmann s. macer ; on μήκιστος, μάσσων Schwyzer 538, Seiler Steigerungsformen 74ff. a. 21 f. So for μῆκος we posit *meh₂k-, but this does not explain Av. masah-, and μακρός only if mh₂ḱ-ro- would give μακρο-; cf. on μέτρον.
Page in Frisk: 2,224-225

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μῆκος — length neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

  • μήκος — ο ους 1. η απόσταση από το ένα άκρο ως το άλλο ενός αντικειμένου, το μάκρος: Το μήκος του φορέματος έφτανε στο πάτωμα. 2. η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις κάθε σχήματος ή σώματος: Το δωμάτιο είχε μήκος έξι μέτρα και πλάτος πέντε. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”